εκλαμπρότατος

εκλαμπρότατος
-η, -ο
εξοχότατος (τιμητική προσφώνηση επίσημων προσώπων).

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • λαμπρός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Βλ. λ. Θεόδωρος. Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. * * * ή, ό, θηλ. και ά (AM λαμπρός, ά, όν, θηλ. και ή) 1. αυτός που λάμπει, λαμπερός, φωτεινός, ακτινοβόλος (α. «ο ήλιος είναι σήμερα λαμπρός» β. «ἦν …   Dictionary of Greek

  • σπεκταβίλιος — ὁ, Μ (τίτλος αυτοκρατορικού αξιωματούχου) εκλαμπρότατος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. spectabilis «αξιοθέατος, λαμπρός»] …   Dictionary of Greek

  • Ρώμας — Επώνυμο οικογένειας ευγενών της Ιταλίας, κλάδος της οποίας εγκαταστάθηκε στην Κρήτη τον 16o αι. και έπειτα στη Ζάκυνθο. Σπουδαιότερα μέλη της οικογένειας ήταν οι ακόλουθοι. 1. Αλέξανδρος (1861 – 1914). Γιος του Σπυρίδωνα. Σπούδασε πολιτικές… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”